- πολιτικομανής
- -ές, Ναυτός που ασχολείται με την πολιτική με μεγάλο ζήλο ή αυτός που συζητά με μανία για πολιτικά θέματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ξενο-μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.